- εὐσύνθετον
- εὐσύνθετοςeasy to compound into a wordmasc/fem acc sgεὐσύνθετοςeasy to compound into a wordneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐξύνθετον — εὐσύνθετον , εὐσύνθετος easy to compound into a word masc/fem acc sg εὐσύνθετον , εὐσύνθετος easy to compound into a word neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμήκης — ες (ΑΜ εὐμήκης, ες, Α δωρ. τ. εὐμάκης) 1. (για άνθρωπο) ψηλός, αυτός που έχει υψηλό ανάστημα («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.) 2. ο εκτεταμένος κατά μήκος, ο μακρός, ο επιμήκης («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον … Dictionary of Greek
ευσύνθετος — εὐσύνθετος, ον (ΑΜ) αυτός που είναι καλά συντεθειμένος, καλά διατεταγμένος μσν. 1. αυτός που έχει ωραίο παράστημα 2. επινοητικός σε κάτι, εφευρετικός αρχ. 1. (για πράγματα) αυτός που συντίθεται εύκολα 2. αυτός που συμβιβάζεται εύκολα, ο καλόβολος … Dictionary of Greek